- μυττωτευω
- μυττωτεύωдосл. изрубить на мелкие части, перен. превратить в кашу
(τινά Arph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τινά Arph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
μυττωτεύω — (Α) [μυττωτός] κόβω σε πολύ μικρά κομμάτια, λειανίζω … Dictionary of Greek
μυττωτεύσομεν — μυττωτεύω hash up aor subj act 1st pl (epic) μυττωτεύω hash up fut ind act 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυττωτεύσωμεν — μυττωτεύω hash up aor subj act 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταμυττωτεύω — (Α) κοπανίζω κάτι και τό κάνω πολτό σαν τη σκορδαλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μυττωτεύω «κοπανίζω»] … Dictionary of Greek
μυττωτεύματα — και μυσσωτεύματα, τὰ (Α) [μυττωτεύω] (κατά τον Ησύχ.) «ἀρτύματα» … Dictionary of Greek